- επιμελητήριο
- Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική τους ανάπτυξη, τα ε. άσκησαν συχνά παρόμοια προς τα δικαιοδοτικά καθήκοντα. Το άρθρο 48 εισαγωγικού νόμου της ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ) κατήργησε τις προγενέστερες διατάξεις για τη διαιτησία των ε. Προβλέπονται διάφορα είδη επιμελητηρίων:
α) εμπορικά και βιομηχανικά, τα οποία ανατρέχουν στο διάταγμα της 22-5-1836· η νεότερη νομοθετική τους ρύθμιση χρονολογείται από το 1914 (ν. 184), με πολυάριθμες από τότε τροποποιήσεις και συμπληρώσεις. Είναι υποχρεωτικές ενώσεις εμπόρων και βιομηχάνων, με σκοπό την προστασία των συμφερόντων του εμπορίου και της βιομηχανίας της περιφέρειάς τους, ενώ η νομολογία τα θεωρεί νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου· β) επαγγελματικά και βιοτεχνικά, τα οποία συγκροτήθηκαν το 1925 (ν. 3.305), αλλά διαιρέθηκαν σε αυτοτελή επαγγελματικά ή βιοτεχνικά με τον ν. 2429/1940· γ) γεωργικά ε., με βασικά νομοθετήματα τον ν. 280/1914 και το διάταγμα 31/10-9-1919· δ) τεχνικά ε., με βασική νομοθετική ρύθμιση από το διάταγμα της 27/11 – 14/12/1926 και πολλές νεότερες τροποποιήσεις· ε) το ξενοδοχειακό ε., που οργανώθηκε από τον ν. 6450/1935 και τροποποιήθηκε έκτοτε αρκετές φορές· στ) το ναυτικό ε. με νομοθέτημα το AN 191/36, ΝΔ 644/48 και το ΒΔ 887/1966.
Διεθνές εμπορικό ε. Ιδιωτική οργάνωση, με έδρα το Παρίσι (ιδρύθηκε το 1919), στην οποία αντιπροσωπεύονται οι επιχειρηματίες όλου του κόσμου. Υποδιαιρείται σε δεκάδες εθνικές επιτροπές που αντιπροσωπεύουν χιλιάδες εμπορικά ε. Έχει τεθεί επικεφαλής ένα διεθνές συμβούλιο και περιλαμβάνει όργανα μελέτης, περιφερειακά και τεχνικά συμβούλια. Στους κόλπους του συγκροτήθηκε το διεθνές διαιτητικό δικαστήριο καθώς και ειδικά όργανα, για παράδειγμα, επίλυσης διαφορών ως προς τη διαφημιστική πρακτική, γραφεία πληροφοριών για τη διανομή κλπ.
Το κτίριο όπου στεγάζεται το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το [επιμελητής]νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που φροντίζει σύμφωνα με τη νομοθεσία και με το καταστατικό του για την προστασία τών συμφερόντων τών μελών του, τη μελέτη τών προβλημάτων τού τομέα τών ενδιαφερόντων του, τη συμπαράστασή του στο κράτος με διοικητικές και γνωμοδοτικές ενέργειες («εμπορικό, βιομηχανικό, τεχνικό επιμελητήριο»).
Dictionary of Greek. 2013.